Ιούδας ο Μακκαβαίος

Ιούδας ο Μακκαβαίος
(; – 160 π.Χ.). Τρίτος γιος του ιερέα Ματταθία, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του στην αρχηγία της επανάστασης των Εβραίων για θρησκευτική ελευθερία (166 π.Χ.) εναντίον του Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς. H πολεμική σύρραξη άρχισε όταν o Αντίοχος επιχείρησε να εξελληνίσει την Ιουδαία, ξεριζώνοντας βίαια την εβραϊκή θρησκεία και βεβηλώνοντας τον ναό, με την τοποθέτηση πέτρινου βωμού στο θυσιαστήριο, όπου τελούσε θυσίες στον Ολύμπιο Δία (168 π.Χ.). Ο I. συνεχίζοντας τους αιματηρούς αγώνες που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του κατόρθωσε να νικήσει επανειλημμένα τα ελληνικά στρατεύματα της Συρίας και τους αρχηγούς τους Απολλώνιο, Σήρωνα, Νικάνορα, Γοργία, Τιμόθεο, Βακχίδη κ.ά. Στην ανδρεία του οφείλεται και η προσωνυμία Μακκαβαίος, που προέρχεται από την αραμαϊκή λέξη μακκαμπά (που σημαίνει σφύρα) και μεταδόθηκε από αυτόν σε ολόκληρη την οικογένεια και τους συναγωνιστές του. Ο I. επιχείρησε την κατάληψη της Ιερουσαλήμ (165 π.Χ.) καθώς και την αποκάθαρση και ανακαίνιση του ναού της· στην ανάμνηση αυτού του γεγονότος οφείλεται η λεγόμενη γιορτή των εγκαινίων του ναού. Αποτέλεσμα αυτών των αγώνων ήταν η εξασφάλιση όχι μόνο της θρησκευτικής ελευθερίας των Εβραίων αλλά και σχετικής πολιτικής ελευθερίας (162 π.Χ.). Ο Ι. νίκησε και τιμώρησε και άλλους εχθρούς (Ιδουμαίους, Αμμανίτες, Γαλααδίτες κ.ά.), ενώ για να εξασφαλίσει την πολιτική ανεξαρτησία της χώρας του υπέγραψε συνθήκη με τους Ρωμαίους. Το 161 π.Χ. νίκησε τον Νικάνορα, σκοτώθηκε όμως αργότερα ηρωικά σε μάχη με τα ελληνικά στρατεύματα του Βακχίδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μακκαβαίοι — Ονομασία που δόθηκε στους γιους του Ματταθία, ιερέα της πόλης Μωδεΐν, και οργανωτή της ιουδαϊκής εξέγερσης εναντίον του Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς, ο οποίος ήθελε να εξελληνίσει τους Εβραίους και να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν τη θρησκεία τους …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Δάθεμα — Αρχαία πόλη και οχυρό της Παλαιστίνης. Εκεί κατέφυγαν οι Ιουδαίοι της Γαλαάδ υπό την απειλή των ειδωλολατρών. Ο Ιούδας Μακκαβαίος με τον αδελφό του Ιωνάθαν πήγαν με στρατό στη Δ. και ελευθέρωσαν τους πολιορκημένους από τον Τιμόθεο Ιουδαίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”